Δείτε επίσης: εὐπάτωρ
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Εὐπᾰτωρ-Εὐπᾰτορ-
ονομαστική Εὐπάτωρ οἱ Εὐπάτορες
      γενική τοῦ Εὐπάτορος τῶν Εὐπατόρων
      δοτική τῷ Εὐπάτορ τοῖς Εὐπάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Εὐπάτορ τοὺς Εὐπάτορᾰς
     κλητική ! Εὐπάτορ Εὐπάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐπάτορε
γεν-δοτ τοῖν  Εὐπατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εὐπάτωρ < αρχαία ελληνική εὐπάτωρ < εὐ- + -πάτωρ < πατήρ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εὐπάτωρ, -ορος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία