Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευφραιμίτσα οι Ευφραιμίτσες
      γενική της Ευφραιμίτσας
    αιτιατική την Ευφραιμίτσα τις Ευφραιμίτσες
     κλητική Ευφραιμίτσα Ευφραιμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ευφραιμίτσα < Ευφραιμ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → δείτε τις λέξεις και-1 και Ευφραίμ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fɾeˈmi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐φραι‐μί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ευφραιμίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευφραιμία