Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Επτάλοφος οι Επτάλοφοι
      γενική του Επτάλοφου
Επταλόφου
των Επτάλοφων
Επταλόφων
    αιτιατική τον Επτάλοφο τους Επτάλοφους
Επταλόφους
     κλητική Επτάλοφε Επτάλοφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Επτάλοφος < επτά- + λόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpta.lo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐πτά‐λο‐φος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Επτάλοφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία