Επανωμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΕπανωμίτης αρσενικό (θηλυκό Επανωμίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Επανωμή ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Επανωμίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Επανωμίτης | οι | Επανωμίτηδες |
γενική | του | Επανωμίτη* | των | Επανωμίτηδων |
αιτιατική | τον | Επανωμίτη | τους | Επανωμίτηδες |
κλητική | Επανωμίτη | Επανωμίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Επανωμίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Επανωμίτης < πατριδωνυμικό Επανωμίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕπανωμίτης αρσενικό (θηλυκό Επανωμίτη ή Επανωμίτου)