Ελιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελιώτης | οι | Ελιώτες |
γενική | του | Ελιώτη | των | Ελιωτών |
αιτιατική | τον | Ελιώτη | τους | Ελιώτες |
κλητική | Ελιώτη | Ελιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλιώτης αρσενικό (θηλυκό Ελιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Ελιά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ελιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελιώτης | οι | Ελιώτηδες |
γενική | του | Ελιώτη* | των | Ελιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ελιώτη | τους | Ελιώτηδες |
κλητική | Ελιώτη | Ελιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ελιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ελιώτης < πατριδωνυμικό Ελιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλιώτης αρσενικό (θηλυκό Ελιώτη ή Ελιώτου)