σπεύδω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπεύδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspe.vðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπεύ‐δω
Ρήμα επεξεργασία
σπεύδω, πρτ.: έσπευδα, στ.μέλλ.: θα σπεύσω, αόρ.: έσπευσα, μτχ.π.π.: εσπευσμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- πηγαίνω κάπου βιαστικά
- τρέχω να κάνω κάτι, ενεργώ με ταχύτητα
- ↪ μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει κάτω, έσπευσε να βοηθήσει
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπεύδω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σπεύδω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπεύδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.