Δείτε επίσης: πλανῶμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλανώμαι < παθητική φωνή του ρήματος πλανώ, αρχαία ελληνική πλανάομαι / πλανῶμαι, μέση φωνή του πλανάω / πλανῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plaˈno.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐νώ‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

πλανώμαι/πλανιέμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πεπλανημένος, (ενεργ.: πλανώ) συνήθως στην παθητική φωνή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία