Δείτε επίσης: ὀχετός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οχετός οι οχετοί
      γενική του οχετού των οχετών
    αιτιατική τον οχετό τους οχετούς
     κλητική οχετέ οχετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οχετός < αρχαία ελληνική ὀχετός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.çeˈtos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οχετός αρσενικό

  1. (γενικότερα) ο αγωγός, κυρίως κάτω από το έδαφος, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βρόμικου νερού
     συνώνυμα: υπόνομος
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) πλήθος αθυροστομιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία