οισοφαγίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οισοφαγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œsophagite: οισοφαγ- (< (οισοφάγος) + -ίτις/-ίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οισοφαγίτιδα θηλυκό
- (ιατρική): η φλεγμονή ή και εξελκώσεις της βλεννογόνου που επικαλύπτει το εσωτερικό μέρος του οισοφάγου
Μεταφράσεις επεξεργασία
οισοφαγίτιδα
|