Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάκρος τα μάκρη
      γενική του μάκρους
    αιτιατική το μάκρος τα μάκρη
     κλητική μάκρος μάκρη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάκρος < αρχαία ελληνική μάκρος (-εος και -ους)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάκρος ουδέτερο

  1. η διάσταση του μήκους
    δεν θέλω να μου πεις το πλάτος, το μάκρος χρειάζομαι
    το κατάστημά μας έχει φούστες σε πολλά μάκρη
  2. το μήκος, ως μέγεθος
    πόσο μάκρος έχει;
    μου αρέσουν τα μαλλιά σου σε αυτό το μάκρος
  3. η μεγάλη διάρκεια
    αυτό το έργο τραβάει σε μάκρος και νύσταξα

  Μεταφράσεις επεξεργασία