διοξείδιο του άνθρακα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
γενική | του | διοξειδίου του άνθρακα | των | διοξειδίων του άνθρακα |
αιτιατική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
κλητική | διοξείδιο του άνθρακα | διοξείδια του άνθρακα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
διοξείδιο του άνθρακα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- χημική ένωση με τύπο CO2, που αποτελείται από ένα μόριο άνθρακα και δυο μόρια οξυγόνου
- Η καύση κάρβουνου και πετρελαίου παράγει διοξείδιο του άνθρακα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοξείδιο του άνθρακα