βλάττη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλάττη | οι | βλάττες |
γενική | της | βλάττης | των | βλαττών |
αιτιατική | τη | βλάττη | τις | βλάττες |
κλητική | βλάττη | βλάττες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλάττη θηλυκό
- (παρωχημένο) (έντομο, ιατρική, βοτανική) άλλη μορφή του βλάττα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλάττη
|