ανεγκεφαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεγκεφαλία < αν- (στερητικό α-) + εγκεφαλ(ος) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεγκεφαλία θηλυκό
- (ιατρική) η τερατογενής διάπλαση εμβρύου, από το οποίο λείπει μέρος ή ολόκληρος ο εγκέφαλος (ή/και ο νωτιαίος μυελός).
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεγκεφαλία