αναποτελεσματικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναποτελεσματικότητα < αναποτελεσματικ(ός) + -ότητα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.po.te.le.zma.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πο‐τε‐λε‐σμα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναποτελεσματικότητα θηλυκό
- η μη αποτελεσματικότητα, το αρνητικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, εκείνο που δεν φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα χωρίς απαραιτήτως να φέρει και κάτι κακό, η αδυναμία ανθρώπων ή μέσων να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναποτελεσματικότητα
|