Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλανίνη οι αλανίνες
      γενική της αλανίνης των αλανινών
    αιτιατική την αλανίνη τις αλανίνες
     κλητική αλανίνη αλανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συντακτικός τύπος αλανίνης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλανίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Alanin < ανώμαλος τύπος του Aldehyd (αλδεΰδη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλανίνη θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία