άμβωνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμβωνας | οι | άμβωνες |
γενική | του | άμβωνα | των | αμβώνων |
αιτιατική | τον | άμβωνα | τους | άμβωνες |
κλητική | άμβωνα | άμβωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμβωνας < (ελληνιστική κοινή) ἄμβων
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɱ.vo.nas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
άμβωνας αρσενικό