Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Απουλήιος
      γενική του Απουλήιου
Απουληίου
    αιτιατική τον Απουλήιο
     κλητική Απουλήιε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Απουλήιος < ελληνιστική κοινή Ἀπουλήιος < λατινική Āpulēius

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Απουλήιος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία