Δείτε επίσης: Απουλήιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀπουλήιος οἱ Ἀπουλήιοι
      γενική τοῦ Ἀπουληίου τῶν Ἀπουληίων
      δοτική τῷ Ἀπουληί τοῖς Ἀπουληίοις
    αιτιατική τὸν Ἀπουλήιον τοὺς Ἀπουληίους
     κλητική ! Ἀπουλήιε Ἀπουλήιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀπουληίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀπουληίοιν
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀπουλήιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Āpulēius

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀπουλήιος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία