Ἀπουλήιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀπουλήιος | οἱ | Ἀπουλήιοι |
γενική | τοῦ | Ἀπουληίου | τῶν | Ἀπουληίων |
δοτική | τῷ | Ἀπουληίῳ | τοῖς | Ἀπουληίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀπουλήιον | τοὺς | Ἀπουληίους |
κλητική ὦ! | Ἀπουλήιε | Ἀπουλήιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀπουληίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀπουληίοιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀπουλήιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Āpulēius
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈπουλήιος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀπουλήιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.