Απουλήιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Απουλήιος | ||
γενική | του | Απουλήιου & Απουληίου | ||
αιτιατική | τον | Απουλήιο | ||
κλητική | Απουλήιε | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Απουλήιος < ελληνιστική κοινή Ἀπουλήιος < λατινική Āpulēius
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπουλήιος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Απουλήιος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Απουλήιος
|