στεγάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίση-'ψαράς'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|στέγη|-άς}} ==={{ουσιαστικό|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{α}} * {{ετ|επάγγελμα}} ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής μιας στέγης {{clear}} ===={{μεταφράσεις}}==== {{μτφ-αρχή}} <!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} --> <!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> <!-- * {{sq}} : {{τ|s... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 16:02, 12 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στεγάς | οι | στεγάδες |
γενική | του | στεγά | των | στεγάδων |
αιτιατική | τον | στεγά | τους | στεγάδες |
κλητική | στεγά | στεγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
στεγάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής μιας στέγης
Μεταφράσεις
στεγάς
|