Δυοβουνιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.o.vuˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δυ‐ο‐βου‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Δυοβουνιώτης < Δύο Βουν(ά) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δυοβουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Δυοβουνιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Δύο Βουνά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Δύο Βουνά
- Δυοβουνιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δυοβουνιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δυοβουνιώτης | οι | Δυοβουνιώτηδες |
γενική | του | Δυοβουνιώτη* | των | Δυοβουνιώτηδων |
αιτιατική | τον | Δυοβουνιώτη | τους | Δυοβουνιώτηδες |
κλητική | Δυοβουνιώτη | Δυοβουνιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δυοβουνιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δυοβουνιώτης < πατριδωνυμικό Δυοβουνιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δυοβουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Δυοβουνιώτη ή Δυοβουνιώτου)