Δρεστενά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Δρεστενά | ||
γενική | των | Δρεστενών | ||
αιτιατική | τα | Δρεστενά | ||
κλητική | Δρεστενά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δρεστενά < σλαβικής προέλευσης trђstђ (καλάμι)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾe.steˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρε‐στε‐νά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δρεστενά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό