↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δομοκός οι Δομοκοί
      γενική του Δομοκού των Δομοκών
    αιτιατική τον Δομοκό τους Δομοκούς
     κλητική Δομοκέ Δομοκοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη του Δομοκού.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δομοκός < αρχαία ελληνική Θαυμακός < Θαυμακία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.moˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐μο‐κός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δομοκός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία