↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δομοκίτισσα οι Δομοκίτισσες
      γενική της Δομοκίτισσας των Δομοκιτισσών
    αιτιατική τη Δομοκίτισσα τις Δομοκίτισσες
     κλητική Δομοκίτισσα Δομοκίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δομοκίτισσα < Δομοκίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.moˈci.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐μο‐κί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δομοκίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δομοκίτης