Δολλιανίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Δολλιανίτης < Δολλιαν(ά) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔολλιανίτης αρσενικό (θηλυκό Δολλιανίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Δολλιανά ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δολλιανίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δολλιανίτης | οι | Δολλιανίτηδες |
γενική | του | Δολλιανίτη* | των | Δολλιανίτηδων |
αιτιατική | τον | Δολλιανίτη | τους | Δολλιανίτηδες |
κλητική | Δολλιανίτη | Δολλιανίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δολλιανίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δολλιανίτης < πατριδωνυμικό Δολλιανίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔολλιανίτης αρσενικό (θηλυκό Δολλιανίτη ή Δολλιανίτου)