Δείτε επίσης: διογενής

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διογένης < αρχαία ελληνική Διογένης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διογένης αρσενικό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Διογενεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Διογένης οἱ Διογέναι1
      γενική τοῦ Διογένους τῶν Διογενῶν
      δοτική τῷ Διογένει τοῖς Διογέναις
    αιτιατική τὸν Διογένη
Διογένην1
τοὺς Διογένᾱς
     κλητική ! Διόγενες Διογέναι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διογένης < διογενής < (Ζεύς) γενική Διός + -γένης (< γένος). Κυριολεκτικά, «από τη γενιά του Δία»

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Διογένης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία