Διογένης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Διογένης < αρχαία ελληνική Διογένης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιογένης αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Διογενεσ- | |||||
3η κλίση | ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση | ||||
ονομαστική | ὁ | Διογένης | οἱ | Διογέναι1 | |
γενική | τοῦ | Διογένους | τῶν | Διογενῶν | |
δοτική | τῷ | Διογένει | τοῖς | Διογέναις | |
αιτιατική | τὸν | Διογένη & Διογένην1 |
τοὺς | Διογένᾱς | |
κλητική ὦ! | Διόγενες | Διογέναι | |||
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης». Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔιογένης αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Διογένης ο Κυνικός στη Βικιπαίδεια , 412-323 πκε, κυνικός φιλόσοφος
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Διογένης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.