ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δηλιεύς οἱ Δηλιεῖς
      γενική τοῦ Δηλιέως τῶν Δηλιέων
      δοτική τῷ Δηλιεῖ τοῖς Δηλιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δηλιέ τοὺς Δηλιέᾱς
     κλητική ! Δηλιεῦ Δηλιεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δηλιεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Δηλιέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δηλιεύς αρσενικό

  1. προσωνυμία του Απόλλωνα σε ναό στην Αμοργό
  2. (πατριδωνυμικό) κάτοικος της πόλης Δηλία ή Δήλιον