Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeɾ.niˈt͡sço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δερ‐νι‐τσιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δερνιτσιώτης οι Δερνιτσιώτες
      γενική του Δερνιτσιώτη των Δερνιτσιωτών
    αιτιατική τον Δερνιτσιώτη τους Δερνιτσιώτες
     κλητική Δερνιτσιώτη Δερνιτσιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δερνιτσιώτης < Δερνίτσ(α) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δερνιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Δερνιτσιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δερνιτσιώτης οι Δερνιτσιώτηδες
      γενική του Δερνιτσιώτη* των Δερνιτσιώτηδων
    αιτιατική τον Δερνιτσιώτη τους Δερνιτσιώτηδες
     κλητική Δερνιτσιώτη Δερνιτσιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Δερνιτσιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δερνιτσιώτης < πατριδωνυμικό Δερνιτσιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δερνιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Δερνιτσιώτη ή Δερνιτσιώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία