Δαμαστιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.maˈstço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μα‐στιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαμαστιώτης αρσενικό (θηλυκό Δαμαστιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Δαμάστα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Δαμάστα
- Δαμαστιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δαμαστιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δαμαστιώτης | οι | Δαμαστιώτηδες |
γενική | του | Δαμαστιώτη* | των | Δαμαστιώτηδων |
αιτιατική | τον | Δαμαστιώτη | τους | Δαμαστιώτηδες |
κλητική | Δαμαστιώτη | Δαμαστιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δαμαστιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δαμαστιώτης < πατριδωνυμικό Δαμαστιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαμαστιώτης αρσενικό (θηλυκό Δαμαστιώτη ή Δαμαστιώτου)