Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðaˈðʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δα‐διώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δαδιώτης οι Δαδιώτες
      γενική του Δαδιώτη των Δαδιωτών
    αιτιατική τον Δαδιώτη τους Δαδιώτες
     κλητική Δαδιώτη Δαδιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δαδιώτης < Δαδ(ί) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαδιώτης αρσενικό (θηλυκό Δαδιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δαδιώτης οι Δαδιώτηδες
      γενική του Δαδιώτη* των Δαδιώτηδων
    αιτιατική τον Δαδιώτη τους Δαδιώτηδες
     κλητική Δαδιώτη Δαδιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Δαδιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δαδιώτης < πατριδωνυμικό Δαδιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαδιώτης αρσενικό (θηλυκό Δαδιώτη ή Δαδιώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία