Δαγκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαγκλής < Νταγκλής, (άμεσο δάνειο) τουρκική daĝlı (ορεσίβιος, άνθρωπος του βουνού)
- Συγγενή επώνυμα: τουρκική γλώσσα Dagklis
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaŋˈglis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐γκλής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαγκλής αρσενικό (θηλυκό Δαγκλή)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Δαγκλῆς (παλαιά πολυτονική γραφή)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η παλαιότερη μορφή Νταγκλής (κυρίως κατά τον 19ο αιώνα) είναι πλέον σπάνια.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δαγκλής στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δαγκλής σελ.120 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.