Δαγκλή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δαγκλή < γενική ενικού του αρσενικού Δαγκλής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaŋˈgli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐γκλή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαγκλή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Δαγκλή αρσενικό