Γραβιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈvʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γρα‐βιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γραβιώτης αρσενικό (θηλυκό Γραβιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Γραβιά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γραβιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γραβιώτης | οι | Γραβιώτηδες |
γενική | του | Γραβιώτη* | των | Γραβιώτηδων |
αιτιατική | τον | Γραβιώτη | τους | Γραβιώτηδες |
κλητική | Γραβιώτη | Γραβιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γραβιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γραβιώτης < πατριδωνυμικό Γραβιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γραβιώτης αρσενικό (θηλυκό Γραβιώτη ή Γραβιώτου)