Γούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γού‐λα
- ομόηχο: γούλα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Γούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γούλα | οι | Γούλες |
γενική | της | Γούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γούλα | τις | Γούλες |
κλητική | Γούλα | Γούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γούλα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Γούλα < γενική ενικού του αρσενικού Γούλας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γούλα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Γούλα αρσενικό