Γοργοπόταμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γοργοπόταμος | οι | Γοργοπόταμοι |
γενική | του | Γοργοποτάμου | των | Γοργοποτάμων |
αιτιατική | τον | Γοργοπόταμο | τους | Γοργοποτάμους |
κλητική | Γοργοπόταμε | Γοργοπόταμοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣoɾ.ɣoˈpo.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γορ‐γο‐πό‐τα‐μος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓοργοπόταμος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Γοργοπόταμος