Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γκιρίνης οι Γκιρίνηδες
      γενική του Γκιρίνη των Γκιρίνηδων
    αιτιατική τον Γκιρίνη τους Γκιρίνηδες
     κλητική Γκιρίνη Γκιρίνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκιρίνης < + -ίνης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟiˈɾi.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκι‐ρί‐νης
ομόηχα: Γκιρίνις, Γκυρίνης
παρώνυμο: Κυρίνης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκιρίνης αρσενικό (θηλυκό Γκιρίνη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

επώνυμα:

Μεταγραφές επεξεργασία