Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκιρίνις < μεταγραφή για τη λιθουανική Girinisρωσική Гиринис) < λιθουανική girini (δάσος), girininkas (δασοφύλακας). Aπό το ονοματεπώνυμο «Σεργκέι Γκιρίνις» (λιθουανικά: Sergejus Girinis, ρωσικά: Сергей Владимирович Гиринис) που υιοθέτησε το 1919 ο λιθουανός - σοβιετικός επαναστάτης Ραούλ Γκίνζμπουρκ (1882–1961· λιθουανικά: Raulas Ginsburgas, ρωσικά: Рауль Исаакович Гинцбург).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟiˈɾi.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκι‐ρί‐νις
ομόηχα: Γκιρίνης, Γκυρίνης
παρώνυμο: Κυρίνης

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκιρίνις άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία