Γερολιμένας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γερολιμένας | οι | Γερολιμένες |
γενική | του | Γερολιμένα | των | Γερολιμένων |
αιτιατική | τον | Γερολιμένα | τους | Γερολιμένες |
κλητική | Γερολιμένα | Γερολιμένες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερολιμένας < γερο- (< (Χρειάζεται επεξεργασία)) + λιμένας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾo.liˈme.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρο‐λι‐μέ‐νας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερολιμένας αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Γερολιμένας