Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γερολιμένας οι Γερολιμένες
      γενική του Γερολιμένα των Γερολιμένων
    αιτιατική τον Γερολιμένα τους Γερολιμένες
     κλητική Γερολιμένα Γερολιμένες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γερολιμένας < γερο- (< (Χρειάζεται επεξεργασία)) + λιμένας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.ɾo.liˈme.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρο‐λι‐μέ‐νας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γερολιμένας αρσενικό

  1. οικισμός της Λακωνίας
  2. ακτή του Πόρου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία