ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Γαδειρικός Γαδειρική τὸ Γαδειρικόν
      γενική τοῦ Γαδειρικοῦ τῆς Γαδειρικῆς τοῦ Γαδειρικοῦ
      δοτική τῷ Γαδειρικ τῇ Γαδειρικ τῷ Γαδειρικ
    αιτιατική τὸν Γαδειρικόν τὴν Γαδειρικήν τὸ Γαδειρικόν
     κλητική ! Γαδειρικέ Γαδειρική Γαδειρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Γαδειρικοί αἱ Γαδειρικαί τὰ Γαδειρικᾰ́
      γενική τῶν Γαδειρικῶν τῶν Γαδειρικῶν τῶν Γαδειρικῶν
      δοτική τοῖς Γαδειρικοῖς ταῖς Γαδειρικαῖς τοῖς Γαδειρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Γαδειρικούς τὰς Γαδειρικᾱ́ς τὰ Γαδειρικᾰ́
     κλητική ! Γαδειρικοί Γαδειρικαί Γαδειρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Γαδειρικώ τὼ Γαδειρικᾱ́ τὼ Γαδειρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Γαδειρικοῖν τοῖν Γαδειρικαῖν τοῖν Γαδειρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γαδειρικός < Γάδειρα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Γαδειρικός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία