Γάδειρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | Γάδειρᾰ |
γενική | τῶν | Γαδείρων |
δοτική | τοῖς | Γαδείροις |
αιτιατική | τὰ | Γάδειρᾰ |
κλητική ὦ! | Γάδειρᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γάδειρα < απώτατη αρχή: φοινικική 𐤂𐤃𐤓 (gdr) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓάδειρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Γήδειρα (ιωνικός τύπος)
Συγγενικά
επεξεργασία- Γαδείραθεν
- Γαδειραῖος
- Γαδειραῖος πορθμός
- Γαδειρανοί
- Γαδειρεύς
- Γαδειρίδες
- Γαδειρίδες πύλαι
- Γαδειρικός
- Γαδειρίτης
- Γαδειρόθεν
Πηγές
επεξεργασία- Γάδειρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Γάδειρα, επίσης δείτε Gadir - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.