ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γαδειρίτης οἱ Γαδειρῖται
      γενική τοῦ Γαδειρίτου τῶν Γαδειριτῶν
      δοτική τῷ Γαδειρίτ τοῖς Γαδειρίταις
    αιτιατική τὸν Γαδειρίτην τοὺς Γαδειρίτᾱς
     κλητική ! Γαδειρῖτ Γαδειρῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γαδειρίτ
γεν-δοτ τοῖν  Γαδειρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Γαδειρίτης < Γάδειρα + -ίτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Γαδειρίτης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία