Γαδειρανοί
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαδειρανοί < πληθυντικός αριθμός του Γαδειρανός < Γάδειρα + -ανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
Γαδειρανοί αρσενικό στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) οι κάτοικοι των Γαδείρων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Γάδειρα
Πηγές επεξεργασία
- Γαδειρανοί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.