Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαβρολισιάδα οι Γαβρολισιάδες
      γενική της Γαβρολισιάδας των Γαβρολισιάδων
    αιτιατική τη Γαβρολισιάδα τις Γαβρολισιάδες
     κλητική Γαβρολισιάδα Γαβρολισιάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαβρολισιάδα < σλαβικής προέλευσης gabrъ (γάβρος) + lěsъ (δάσος) + -άδα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣa.vɾo.liˈsça.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γα‐βρο‐λι‐σιά‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαβρολισιάδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021