Γαβρινιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.vɾiˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐βρι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαβρινιώτης αρσενικό (θηλυκό Γαβρινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από τη Γάβρινα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γαβρινιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γαβρινιώτης | οι | Γαβρινιώτηδες |
γενική | του | Γαβρινιώτη* | των | Γαβρινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Γαβρινιώτη | τους | Γαβρινιώτηδες |
κλητική | Γαβρινιώτη | Γαβρινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γαβρινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γαβρινιώτης < πατριδωνυμικό Γαβρινιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαβρινιώτης αρσενικό (θηλυκό Γαβρινιώτη ή Γαβρινιώτου)