Βραχνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βραχνός | οι | Βραχνοί |
γενική | του | Βραχνού | των | Βραχνών |
αιτιατική | τον | Βραχνό | τους | Βραχνούς |
κλητική | Βραχνέ | Βραχνοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βραχνός < βραχνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾaˈxnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρα‐χνός
Κύριο όνομα 1 επεξεργασία
Βραχνός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κύριο όνομα 2 επεξεργασία
Βραχνός αρσενικό (θηλυκό Βραχνού)