Βρανέζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βρανέζι | τα | Βρανέζια |
γενική | του | Βρανεζιού | των | Βρανεζιών |
αιτιατική | το | Βρανέζι | τα | Βρανέζια |
κλητική | Βρανέζι | Βρανέζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βρανέζι < αρβανίτικη Vranësi[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾa.ne.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρά‐νε‐ζι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒρανέζι ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Βοιωτίας, πρώην ονομασία του Αγίου Σπυρίδωνα[2]