Βουτάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βουτάς | οι | Βουτάδες |
γενική | του | Βουτά | των | Βουτάδων |
αιτιατική | τον | Βουτά | τους | Βουτάδες |
κλητική | Βουτά | Βουτάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βουτάς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈtas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐τάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουτάς αρσενικό