Βουτάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Βουτάδες | ||
γενική | των | Βουτάδων | ||
αιτιατική | τους | Βουτάδες | ||
κλητική | Βουτάδες | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βουτάδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Βουτάδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈta.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐τά‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουτάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βουτάδες στη Βικιπαίδεια