Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βουρλοπόταμος οι Βουρλοπόταμοι
      γενική του Βουρλοπόταμου
Βουρλοποτάμου
των Βουρλοπόταμων
Βουρλοποτάμων
    αιτιατική τον Βουρλοπόταμο τους Βουρλοπόταμους
Βουρλοποτάμους
     κλητική Βουρλοπόταμε Βουρλοπόταμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουρλοπόταμος < βούρλ(ο) + -ο- + ποταμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuɾ.loˈpo.ta.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουρ‐λο‐πό‐τα‐μος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουρλοπόταμος {{α}

  • συνοικία του Παλαιού Φαλήρου, η σημερινή Αμφιθέα[1]
    ※  Στην περιοχή του Βουρλοπόταμου, μεταξύ Λ. Αμφιθέας και Ζησιμοπούλου (είναι η πρώην Λ. Αμφιθέας) υπάρχουν ακόμη οι προσφυγικές πολυκατοικίες. Επί της Λ. Αμφιθέας που είναι σήμερα μεγάλο σουπερμάρκετ υπήρχαν οι στάβλοι των αλόγων. Ο Ιππόδρομος ήταν κοντά. Όταν τους κατήργησαν, εκεί μέσα, υπήρχαν διαθέσιμα μικρά σπιτάκια όπου διέμεναν φτωχές οικογένειες στη μεταπολεμική Ελλάδα.
    Γιάννης Αλεξίου, Ο θρυλικός Βουρλοπόταμος: Η παλιά Αμφιθέα, ogdoo.gr, 8 Ιουλίου 2018

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 271 Α, 3 Σεπτεμβρίου 1940