Βουνιχώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουνιχώρα | οι | Βουνιχώρες |
γενική | της | Βουνιχώρας | των | Βουνιχωρών |
αιτιατική | τη | Βουνιχώρα | τις | Βουνιχώρες |
κλητική | Βουνιχώρα | Βουνιχώρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βουνιχώρα < Βουνί (τοπωνυμίο) ή βουνί + χώρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vu.niˈxo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐νι‐χώ‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουνιχώρα θηλυκό